συγκλινης

συγκλινης
    συγκλινής
    συγκλῐνής
    2
    склоняющийся
    

τὸ συγκλινὲς ἐπ΄ Αἴαντι Aesch., Arph. — то, что склоняется к Эанту или направлено против Эанта


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "συγκλινης" в других словарях:

  • συγκλινής — ές, Α αυτός που κλίνει μαζί με κάποιον («τὸ συγκλινὲς ἐπ Αἴαντι» ο συνασπισμός εναντίον τού Αίαντος, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κλίνης (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής] …   Dictionary of Greek

  • συγκλινές — συγκλινής inclining together masc/fem voc sg συγκλινής inclining together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • συγκλινίαι — αἱ, Α [συγκλινής] τα επικλινή μέρη τού εδάφους («ταῑς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»